κομνηνάτον

κομνηνάτον
κομνηνᾱτον, τὸ (Μ)
αργυρό νόμισμα τής δυναστείας τών Κομνηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Κομνηνός + κατάλ. -ᾶτον (< λατ. -atus, -a, -um), πρβλ. δουκ-άτο(ν), κωνσταντιν-άτο(ν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”